2010–2011 Greek protests — Part of the European sovereign debt crisis and the impact of the Arab Spring[1][2] … Wikipedia
αλκοολισμός — Δηλητηρίαση από οινοπνευματώδη που παρουσιάζεται με δύο μορφές: οξεία (μέθη) και χρόνια. Στην οξεία μορφή, ανάλογα με την ποσότητα του αλκοόλ που έχει καταναλωθεί και την κατάσταση του ατόμου (βαθμός πλήρωσης του στομάχου, ατομική νευρική… … Dictionary of Greek
εικόνισμα — και κόνισμα, το (AM εἰκόνισμα, Μ και εἰκόνισμαν) η έγχρωμη απεικόνιση άγιων μορφών, σκηνών και επεισοδίων τής Αγίας Γραφής σε ξύλο ή σε τοίχο για λατρευτικούς σκοπούς νεοελλ. φρ. «τόν έχω κόνισμα» τόν αγαπώ και τόν σέβομαι πάρα πολύ αρχ. μσν.… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των … Dictionary of Greek
μετατόπιση — Ο όρος προσδιορίζει την αλλαγή τόπου ή θέσης, τη μετακίνηση. μ. ιόντων. Τα ιόντα ενός ηλεκτρολύτη μετακινούνται, όταν περάσει μέσα από αυτόν ηλεκτρικό ρεύμα και συμμετέχουν στη μεταφορά του ηλεκτρισμού. Τα κατιόντα και τα ανιόντα δεν κινούνται… … Dictionary of Greek
πεντάτευχος — Με το όνομα αυτό χαρακτηρίζεται συνήθως το σύνολο των πέντε πρώτων βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης (Γένεση, Έξοδος, Λευιτικόν Αριθμοί, Δευτερονόμιον, που εβραϊκά έχει τον τίτλο Τορά, δηλαδή νόμος, διδασκαλία). Η Π., που περιλαβαίνει θεμελιώδεις… … Dictionary of Greek
ποντικομαμμή — η, Ν άνθρωπος που μηχανεύεται δόλια και ανασκαλεύει σκάνδαλα για πρόκληση επεισοδίων («πρόσεχέ τον αυτόν, γιατί είναι ποντικομαμμή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ποντικός + μαμμή] … Dictionary of Greek
σαπουνόπερα — η, Ν τηλεοπτική αισθηματική και περιπετειώδης σειρά με ατέρμονα αριθμό επεισοδίων που είναι γραμμένα και ερμηνευμένα πάνω σε κοινότοπα και ανιαρά, συνήθως, πρότυπα. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση τού αγγλ. soap opera < soap «σαπούνι» + opera «όπερα»] … Dictionary of Greek
φούγκα — (Μουσ.). Η πιο ολοκληρωμένη πολυφωνική μουσική μορφή –φωνητική ή ενόργανη– με το όνομα της οποίας συνδέεται η έννοια της ροής της αμοιβαίας φυγής των διαφόρων μερών ή φωνών του μουσικού λόγου. Η μορφική έννοια της φ. έχει ως επίκεντρο την… … Dictionary of Greek